Περίοδος 1899 - 1979
-
Η εποχή της Τουρκοκρατίας έχει τελειώσει και το νησί περνάει στα χέρια των Βρετανών. Το εμπόριο αρχίζει να ξυπνάει και πάλι. Ο αγώνας για το καθημερινό μεροκάματο δύσκολος και επίπονος. Η φορολογία βαριά, το «οθωμανικό δάνειο» πνίγει κάθε ελπίδα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Οι κάτοικοι του νησιού στην πλειοψηφία τους αγρότες, έχουν να παλέψουν όχι μόνο με τη γη και τα καιρικά φαινόμενα, αλλά και με την τοκογλυφία που τους απομυζάει κάθε πόρο ζωής. Τον κόπο και τον ιδρώτα τους. Ειδικά σε περιόδους ανομβρίας. Στο κατώφλι του 20ου αιώνα γίνεται λοιπόν ένα τεράστιο άλμα για το νησί από μια ομάδα Κυπρίων οραματιστών, με πρωτεργάτη τον Ιωάννη Οικονομίδη, που πίστεψαν στην ιδέα της αποταμίευσης και του Συνεργατισμού.
Η Πρωτοχρονιά του 1899 σηματοδοτεί μια νέα εποχή! Τη μέρα αυτή ιδρύεται το Ταμιευτήριο «Η Λευκωσία». Το πρώτο γραφείο του Ταμιευτήριου λειτουργεί στον Κυπριακό Σύλλογο «ανά πάσαν Κυριακήν , Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην και ώραν 5-6 μ.μ». Το κεφάλαιο του Ταμιευτηρίου συγκεντρώνεται με εβδομαδιαίες καταβολές. Κάθε καταθέτης έχει τη δυνατότητα ν’ αγοράσει μία μετοχή εάν καταθέτει ένα σελίνι την εβδομάδα για πέντε χρόνια, για κάθε μετοχή που επιθυμούσε να αποκτήσει.
Από τον Μάιο οι καταθέτες/μέτοχοι σχηματίζουν ουρά κάθε Σάββατο στις 6-7μ.μ και κάθε Κυριακή 9-10 π.μ έξω από το ιδιαίτερο δωμάτιο του καφενείου «Φανερωμένη» για να καταθέσουν τις ταπεινές τους, με χίλιες στερήσεις αποταμιεύσεις.
Η πρώτη Συνέλευση του Ταμιευτηρίου «Η Λευκωσία» πραγματοποιείται τον Φεβρουάριο του 1900 και σύμφωνα με τη λογοδοσία του Διευθυντή του Ταμιευτηρίου Ιωάννη Οικονομίδη «… το ποσόν όπερ ανεγράφετο εν τοις βιβλίοις μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1899 ανήρχετο εις 3,004 λίρες 10 σελίνια και 6 ¾ γροσίων. Μέτοχοι του ταμιευτηρίου τούτου αναγράφονται 362 με 998 μετοχάς. Έκαστη δε μετοχή εκ 57 σελινίων απέφερε κατά το 1899 τόκον 2 σελινίων αλλά δέον να λεχθή ότι το ταμιευτήριον ελειτούργησε, δι’ ολιγώτερον του έτους διάστημα, περιπλέον δε ότι ο τόκος, πρέπει να θεωρηθεί ως εξάμηνος αφού αι καταβολαί είναι εβδομαδιαίαι».
Η ιδέα της αποταμίευσης κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος και εξαπλώνεται σιγά- σιγά σε όλο το νησί, με την ίδρυση ταμιευτηρίων και σε άλλες πόλεις και χωριά. Η τοκογλυφία δέχεται επιτέλους «γροθιά στο στομάχι».
Τον Φεβρουάριο του 1912 οι μέτοχοι υπογράφουν συμβόλαιο σύμφωνα με το οποίο το «Ταμιευτήριο» μετατρέπεται σε «ανώνυμον εταιρείαν υπό την επωνυμία Τράπεζα Κύπρου με διάρκεια 30 ετών και με κεφάλαιο 200.000 λιρών διηρημένων εις 50.000 μετοχές αξίας 4 λιρών η καθεμία». Επωνυμία η οποία στο πέρασμα των δεκαετιών θα ταυτιστεί με την οικονομία, την κοινωνία και την ιστορία ολόκληρου του τόπου. Η πρώτη Γενική Συνέλευση της Τράπεζας Κύπρου πραγματοποιείται τον Ιούνιο του 1913 στο Θέατρο Παπαδοπούλου. Οι πρωτιές συνεχίζονται και στα χρόνια που ακολουθούν. Το 1936 η Τράπεζα Κύπρου προσλαμβάνει την Ελένη Κύρου, την πρώτη γυναίκα εργαζόμενη.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1939-1940) αποκόπτει το νησί από αγορές του εξωτερικού με αποτέλεσμα να ξεσπάσει σοβαρή οικονομική κρίση με εκροή καταθέσεων, 98.000 λιρών μέσα σε οκτώ μέρες. Παρά τον αποκλεισμό από την αγοραπωλησία ξένου συναλλάγματος από την αποικιακή κυβέρνηση, η Τράπεζα καταφέρνει να ανταπεξέλθει με ίδια μέσα, χωρίς να προσφύγει στον δανεισμό. Το 1940 όσες καταθέσεις έφυγαν, επέστρεψαν στα ταμεία της Τράπεζας. Η πρώτη μεγάλη κρίση, είχε ξεπεραστεί.
-
Το 1943 η Τράπεζα Κύπρου με σύνθημα «Η Κύπρος δια τους Κυπρίους» είναι αποφασισμένη να υποστηρίξει την κυπριακή οικονομία και καταφέρνει με μια πρωτοποριακή κίνηση να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την υπόσταση της, στα χρηματοοικονομικά του τόπου. Επιτυγχάνει τη συγχώνευση της με τραπεζικά ιδρύματα άλλων πόλεων, φέρνοντας τη ριζική αλλαγή στη δομή του κυπριακού τραπεζικού συστήματος. Εξαπλώνεται σε όλο το νησί και μιλάμε πια για την Τράπεζα όλων των Κυπρίων. Το «Κοινό Κυπρίων» αποτελεί πλέον πραγματικότητα.
Ως επίσημο έμβλημα της υιοθετεί το αρχαίο χάλκινο κυπριακό νόμισμα -επί εποχής του Αυτοκράτορα Κλαυδίου (41-54μ.χ)- με την επιγραφή μέσα σε δάφνινο στεφάνι «Κοινό Κυπρίων». Σύμβολο της ένωσης όλων των κατοίκων του νησιού, σε μία Συνέλευση, με αντιπροσωπείες όλων των κυπριακών πόλεων. Το «Κοινόν Κυπρίων» κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο είχε μεγάλη δύναμη και επιρροή στην κοινωνική και οικονομική ζωή του νησιού, αλλά και το δικαίωμα για την έκδοση όλων των χάλκινων νομισμάτων. Το χάλκινο νόμισμα φυλάσσεται σήμερα στη συλλογή του Μουσείου Ιστορίας της Κυπριακής Νομισματοκοπίας.
Στις 25 Μαΐου 1944 αρχίζει τις εργασίες της με κεφάλαιο 15.000 λιρών εξ’ ολοκλήρου κατατεθειμένο από την Τράπεζα Κύπρου, η Κτηματική Τράπεζα, η οποία δημιουργείται προκειμένου να ικανοποιήσει τις ανάγκες για αστική ανάπτυξη.
Προς το τέλος της δεκαετίας του ’40 η Τράπεζα Κύπρου έχοντας τις περισσότερες εμπορικές χορηγήσεις, παρέχει κάθε διευκόλυνση στον εμπορικό κόσμο, υιοθετώντας ταυτόχρονα και στρατηγική σταθεροποίησης της αγοράς αποθαρρύνοντας κάθε πολιτική υπερδανεισμού. Κρατώντας πιστωτικό κατάλογο καθορίζει όρια προεξοφλήσεως τρεχούμενων λογαριασμών και πιστώσεων εξωτερικού, για κάθε ένα πελάτη χωριστά.
Παράλληλα το πελατολόγιο μεγαλώνει και τα ανοίγματα συνεχίζονται και με νέα υποκαταστήματα σε Μόρφου και Κερύνεια. To 1949 λειτούργησε και το ιδιόκτητο κατάστημα της στη Λεμεσό
-
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η Τράπεζα Κύπρου κλείνει ήδη μισό αιώνα ζωής. Στεγάζεται σε ιδιόκτητους χώρους στη Λευκωσία, Λάρνακα, Λεμεσό, Μόρφου και Πάφο. Στην πρωτεύουσα αγοράζει και το κτήμα δίπλα από το Κεντρικό κτίριο στη Φανερωμένη, στην καρδιά της πόλης, προκειμένου να επεκτείνει τους χώρους της και να καλύψει τις ανάγκες της, στεγάζοντας την Κτηματική Κύπρου και την Ασφαλιστικήν Εταιρείαν. Το νέο κτίριο θα είναι μάλιστα «εφοδιασμένον με κεντρικήν θέρμανσιν η οποία θα παρέχη κατά τους ψυχρούς μήνας του χειμώνος ευνοϊκούς όρους εις το προσωπικόν». Πρωτοφανές για την εποχή.
Το προσωπικό αριθμεί 140 υπαλλήλους στο σύνολο του: 74 στη Λευκωσία, 21 στην Αμμόχωστο, 18 στη Λάρνακα, 17 στη Λεμεσό, 5 στην Πάφο, 3 στη Μόρφου και 2 στην Κερύνεια.
Στη Γενική Συνέλευση των μετόχων τον Μάρτιο του 1951 ο Πρόεδρος Δημοσθένης Σεβέρης ανακοινώνει μέρισμα 10% και βγάζει λόγο φλογερό, ανατρέχοντας στο πώς άρχισαν όλα: «Αναπολώ με πραγματικήν υπερηφάνειαν αλλά και βαθύτατην συγκίνηση την εποχή της ιδρύσεως του Ταμιευτηρίου εκείνου ιδρύθη και συνετηρείτο με τα εβδομαδιαία σελίνια πτωχών κατά το πλείστον βιοπαλαιστών, είτε άνδρες ήσαν ούτοι, είτε γυναίκες».
Το 1955 η Τράπεζα Κύπρου τολμάει το μεγάλο της βήμα και εκτός Κύπρου με το άνοιγμα καταστήματος στο Λονδίνο, ακολουθώντας το μεταναστευτικό κύμα των Κυπρίων που άφηναν τον τόπο τους, για να αναζητήσουν την τύχη τους, στην αποικιακή μητρόπολη. Μέχρι το τέλος του χρόνου έχουν ανοιχθεί 420 λογαριασμοί που αντιπροσωπεύουν το ποσό των 80,000 χιλιάδων λιρών.
Φροντίζει να βρίσκεται πάντα με κάθε δυνατό τρόπο δίπλα στον κόσμο της. Την ίδια εποχή αποφασίζει να βοηθήσει όλους τους άπορους μαθητές των κοινοτικών σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης να καταβάλουν τα δίδακτρα τους.
Τους θερινούς μήνες ακολουθεί κατά πόδας το κοινό της στα βουνά -στις Πλάτρες, στον Πρόδρομο, στο Τρόοδος- ανοίγοντας προσωρινά καταστήματα προκειμένου να εξυπηρετήσει την εκλεκτή πελατεία του νησιού που παραθερίζει στην εξοχή.
-
Το 1960 στις ΗΠΑ εκλέγεται πρόεδρος ο Τζων Φιτζέραλντ Κέννεντι, ο Γιούρι Καγκάρι προετοιμάζεται πυρετωδώς για να ταξιδέψει στο φεγγάρι και η Κυπριακή Δημοκρατία κάνει τα πρώτα της βήματα, ως ανεξάρτητο κράτος μετά το τέλος του απελευθερωτικού αγώνα ‘55- ‘59.
Η Τράπεζα Κύπρου συνεχίζει να επενδύει στο μέλλον του τόπου. Ενθαρρύνει τους υπαλλήλους της να αποκτήσουν πανεπιστημιακούς τίτλους, ιδρύει τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως, προκειμένου να στηρίξει την επιχειρηματικότητα καλύπτοντας τις ανάγκες του κόσμου, με χρηματοδότηση για την αγορά μηχανημάτων, αυτοκινήτων και άλλων αντικειμένων.
Βάζει μπρος τη λειτουργία του Ευλάμπιου, του πρώτου ηλεκτρονικού υπολογιστή, υιοθετώντας τις σύγχρονες τάσεις στη μηχανογράφηση και επεξεργασία στοιχείων. Ο Ευλάμπιος -κρατάει ένα ολόκληρο δωμάτιο από μόνος του- προσφέρει τις υπηρεσίες του και σε άλλους οργανισμούς όπως η Cyta, η ΑΗΚ, οι Κυπριακές Αερογραμμές, εκτυπώνοντας τους λογαριασμούς οι οποίοι μέχρι τότε γράφονταν στο χέρι.
Η δεκαετία του ‘70 βρίσκει το Συγκρότημα σε ρυθμούς αναδιοργάνωσης, με την ίδρυση της εταιρίας Τράπεζα Κύπρου (Επενδύσεις) η οποία εξαγόρασε τις μετοχές της Τράπεζας και όλων των εξαρτημένων εταιρειών της, επεκτείνοντας τις δραστηριότητες της και σε άλλους τομείς πέραν των αυστηρά τραπεζικών.
Μέσα στην ίδια δεκαετία ο Οργανισμός «σέρνει τον χορό» σε κάθε καινοτομία στο χρηματοπιστωτικό τομέα, δημιουργώντας νέα δεδομένα στην έννοια της εξυπηρέτησης.
Δημιουργεί την πρώτη Mobile Bank. Τη λεγόμενη Αυτοκινητοτράπεζα -ένα λεωφορείο εποχής- που ταξιδεύει στα χωριά προκειμένου να εξυπηρετήσει τον κόσμο της υπαίθρου. Εγκαθιστά τους Αυτόματους Ταμίες (ATM) στη Λευκωσία. Τις πρώτες τρεις Μηχανές Αυτόματης Διανομής Χαρτονομισμάτων, με διαφημιστικό σλόγκαν «Μετρητά 24 ώρες το 24ωρον». Παράλληλα λειτουργεί το πρώτο drive in κατάστημα εξυπηρέτησης στη Λεμεσό. Το κοινό μπορεί να κάνει τις συναλλαγές του χωρίς να κατέβει από το αμάξι του.
H Τράπεζα της Κύπρου δίπλα στον κόσμο και στα τραγικά γεγονότα του 1974. Προσφέρει 50.000 λίρες στο Ταμείο Ανακουφίσεως Παθόντων της Τουρκικής Εισβολής. Προχωρεί στην πλήρη απόσβεση χρεών και αποσύρει αγωγές που είχαν κινηθεί κατά πελατών της. Προσπαθεί να στηρίξει την οικονομία παραχωρώντας χρηματοδότηση σε εταιρίες. Υιοθετεί προσφυγικό δημοτικό σχολείο στην Πάφο και προσφέρει εξοπλισμό προκειμένου να λειτουργήσουν οι Παιδικές Λέσχες στους προσφυγικούς καταυλισμούς. Μοιράζει χριστουγεννιάτικα δέματα και παιχνίδια στα παιδιά.
Την ίδια ώρα φροντίζει και για το προσωπικό της που πλήγηκε από την τουρκική εισβολή, δίνοντας βοήθημα σε 32 υπαλλήλους. Αν και χάνει υποκαταστήματα και μετρητά στα κατεχόμενα, αποφασίζει να μην χαρακτηριστεί ως πληγείσα και να εξαιρεθεί από τον Νόμο 54, ούτως ώστε να αποφύγει έστω και την προσωρινή μείωση μισθών. O φακός μέσα από τον οποίο βλέπει, αξιολογεί τα πράγματα και αντιδρά απέναντι στην κοινωνία εστιάζει στον πυρήνα της Τράπεζας. Στο «Κοινό Κυπρίων». Η Εταιρική Κοινωνική Υπευθυνότητα βρίσκεται καταχωρημένη βαθιά στο DNA της και μετεξελίσσεται μέχρι σήμερα ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε εποχής.